ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Το φως που βλέπουμε, αλλά και μέσω του οποίου βλέπουμε όλα
τα αντικείμενα και τους άλλους ανθρώπους γύρω μας, είναι ένα μόνο μέρος της πιο
γνωστής ακτινοβολίας, της ηλεκτρομαγνητικής. Οι εφαρμογές αυτής της
ακτινοβολίας είναι αμέτρητες στην καθημερινή μας ζωή. Εκτός από το ορατό φως,
υπάρχουν τα κύματα της τηλεόρασης, τα ραδιοφωνικά κύματα, τα μικροκύματα που
χρησιμοποιούνται στους ομώνυμους φούρνους κ.λ.π. Όλα αυτά τα είδη ακτινοβολίας
που αναφέραμε έχουν μόνο μια διαφορά. Την ενέργεια που μεταφέρουν. Έτσι, τα
ραδιοφωνικά κύματα είναι πολύ μικρής ενέργειας κύματα, λίγο μεγαλύτερης είναι
τα κύματα της τηλεόρασης, και αν θέλουμε να πάμε σε μεγαλύτερες ενέργειες θα
συναντήσουμε τα μικροκύματα, την υπέρυθρη ακτινοβολία, το ορατό φως, την
υπεριώδη ακτινοβολία, ενώ στις πολύ ψηλές ενέργειες έχουμε την κοσμική
ακτινοβολία. Σχηματικά, βλέπουμε τις διάφορες μορφές της ηλεκτρομαγνητικής
ακτινοβολίας στο σχήμα.
Στην
ιατρική χρησιμοποιούμε τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες σε τρεις μεγάλες εφαρμογές
:
α)
Διαγνωστική και Επεμβατική Ακτινολογία (Κλασσικές Ακτινολογικές Εξετάσεις,
Αγγειογραφίες,
Αξονικές Τομογραφίες κ.λ.π.) όπου χρησιμοποιούμε αποκλειστικά ακτίνες x,
Οι ακτίνες x δεν είναι ραδιενέργεια. Όταν το ακτινολογικό μηχάνημα πάψει
να εκπέμπει ακτίνες x, στην ακτινολογική αίθουσα δεν υπάρχει ακτινοβολία. Είναι
το ίδιο πράγμα με την περίπτωση που κλείνουμε το φως σ’ ένα δωμάτιο. Μόλις
κλείσουμε το διακόπτη παύει να υπάρχει φως.
β)
Πυρηνική Ιατρική, όπου χρησιμοποιούμε τη ραδιενέργεια (κυρίως ακτίνες –γ και
–β), για διαγνωστικούς και θεραπευτικούς σκοπούς
γ)
Ακτινοθεραπεία, όπου χρησιμοποιούμε όλες τις μορφές των ιοντιζουσών
ακτινοβολιών (Ακτίνες x,γ,β, πρωτόνια, νετρόνια) για θεραπευτικούς σκοπούς.
Γρήγορα
όμως έγινε αντιληπτό στην επιστημονική κοινότητα ότι οι ακτίνες x
προκαλούν
ζημιά στα ζωντανά κύτταρα. Η ζημιά μπορεί να είναι είτε πρόωρος
θάνατος,
είτε προσωρινή είτε μόνιμη βλάβη. Τα αποτελέσματα των ακτινοβολιών μπορεί να είναι
είτε σωματικά, βραχυπρόθεσμα (εγκαύματα, αλλοιώσεις του αίματος κ.λ.π., έως θάνατος)
ή μακροπρόθεσμα (καρκίνος κ.λ.π.), είτε γενετικά τα οποία οφείλονται στις μεταλλάξεις
των γεννητικών κυττάρων και εμφανίζονται στους απογόνους (αλλοιώσεις της διάπλασης,
λειτουργικές διαταραχές κ.λ.π.) Συνεπώς πρέπει να παίρνουμε μέτρα προστασίας.
Γι’ αυτό το λόγο αναπτύχθηκε η
Ακτινοπροστασία.
Δημιουργήθηκε η Διεθνής Επιτροπή Ακτινοπροστασίας (International Comission on
Radiological Protection – ICRP), με σκοπό τη θεμελίωση των αρχών της Ακτινοπροστασίας
και τη σύνταξη συστάσεων και κανόνων καθολικής αποδοχής. Οι αρχές της
Ακτινοπροστασίας στη σύγχρονη μορφή τους είναι καταγεγραμμένες υπό μορφή Νομοθεσίας
στη χώρα μας από τους Κανονισμούς Ακτινοπροστασίας (ΦΕΚ 216, 632001,τ. Β’,
«Έγκριση Κανονισμών Ακτινοπροστασίας»). Σε όλες τις περιπτώσεις όπου έχουμε
έκθεση ανθρώπων σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες πρέπει να ισχύουν οι 3 βασικές
αρχές Ακτινοπροστασίας που είναι καθιερωμένες διεθνώς από την ICRP και
μνημονεύονται στην αρχή των Ελληνικών Κανονισμών Ακτινοπροστασίας
α.
Αρχή Αιτιολόγησης : Οποιαδήποτε έκθεση σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες πρέπει να
έχει αιτιολογηθεί επαρκώς. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να κάνει
ακτινογραφία κρανίου χωρίς παραπεμπτικό από εξειδικευμένο ιατρό, επειδή κρίνει
ο ίδιος ότι καλό είναι να κάνει μια τέτοια ακτινογραφία, αφού έχει πονοκέφαλο.
β.
Αρχή Βελτιστοποίησης : Από κάθε έκθεση σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες πρέπει να
προκύπτει
το μεγαλύτερο δυνατό όφελος (διαγνωστικό ή θεραπευτικό) με τη μικρότερη δυνατή
προκαλούμενη βλάβη (δόση ακτινοβολίας που παίρνει ο ασθενής) όσο είναι λογικά εφικτό
λαμβάνοντας υπ’ όψη τις δυνατότητες της υπάρχουσας τεχνολογίας, τα πορίσματα της
ανάλυσης κόστους οφέλους και γενικά κάθε σχετικό κοινωνικό και οικονομικό
παράγοντα.
γ.
Αρχή Ορίων Δόσεων: Δεν επιτρέπεται υπέρβαση των ορίων δόσεων που καθορίζονται από
τους Κανονισμούς, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και αφού ληφθεί υπόψη η Αρχή
της Αιτιολόγησης. Η αρχή αυτή δεν ισχύει για τις ιατρικές εκθέσεις, δηλ. για τους
εξεταζόμενους.
Η Ελλάδα ως ισάξιο μέλος της Ευρωπαικής κοινότητας
μοιράζεται με τα υπόλοιπα κράτη κοινές οδηγίες και κατευθύνσεις σε επιστημονικά
δρώμενα. Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχολεί μεγάλη μερίδα
επαγγελματιών υγείας είναι οι ιατρικές ακτινογραφίες και η ακτινοβολία που
μπορεί να εκπέμψουν. Στην ιστοσελίδα των οδοντιατρικών σχολών της χώρας
φιλοξενείται μεταφρασμένος ο κάτωθι οδηγό
ακτινοπροστασίας για τους οδοντίατρους που ασχολούνται με τη πρωτοβάθμια
οδοντιατρική περίθαλψη, βασιζόμενο στις δύο σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες του
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
• Η οδηγία 96/29/EΥΡΑΤΟΜ
της 13ης Μαΐου 1996 καταγράφει βασικά
πρότυπα ασφάλειας για την υγεία των εργαζομένων και του ευρύτερου κοινού από
τους κινδύνους που πηγάζουν από την ιονίζουσα ακτινοβολία.
• Η οδηγία 97/43/EΥΡΑΤΟΜ
της 30ης Ιουνίου 1997 αφορά τη προστασία της
υγείας των ατόμων από τους κινδύνους της ιονίζουσας ακτινοβολίας σχετικά με
ιατρική έκθεση. Οι νόμοι που πηγάζουν από τις δύο παραπάνω οδηγίες υφίστανται
σε μεμονωμένα Ευρωπαϊκά κράτη που επιβάλλουν συγκεκριμένες συστάσεις στους
οδοντίατρους. Αυτό το φυλλάδιο θέτει γενικές οδηγίες καλής πρακτικής που
αφορούν τη χρήση των ακτίνων-Χ από τους οδοντίατρους. Από τις κατευθυντήριες
οδηγίες δημιουργούνται συστηματικά συστάσεις με σκοπό να βοηθήσουν τον πρακτικό
και τον ασθενή στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την παροχή κατάλληλης περίθαλψης σε
συγκεκριμένες κλινικές περιπτώσεις. Κατά συνέπεια, οι κατευθυντήριες οδηγίες
δεν αποτελούν έναν άκαμπτο περιοριστικό παράγοντα της κλινικής άσκησης, αλλά
έναν οδηγό καλής πρακτικής κατά την οποία οι μεμονωμένες ανάγκες κάθε ασθενή θα
πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.
Ανάπτυξη των οδηγιών
Είναι πλέον διεθνώς ευρέως αποδεκτό ότι η κλινική άσκηση
στην ιατρική και στην οδοντιατρική θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν
περισσότερο «τεκμηριωμένη». Για τη σύνταξη των Ευρωπαϊκών οδηγιών για την
ακτινοπροστασία στην οδοντιατρική ακολουθήθηκε αυτή η θεωρία της τεκμηρίωσης.
Η
χρησιμότητα των ακτινογραφιών στην οδοντιατρική
Οι
ακτινογραφίες είναι χρήσιμες στην οδοντιατρική για τους εξής λόγους:
•
Διάγνωση
•
Σχέδιο θεραπείας
•
Παρακολούθηση της θεραπείας ή την εξέλιξη μιας βλάβης
Παρά
ταύτα, η ακτινογραφία συνεπάγεται έκθεση των ασθενών και του προσωπικού
στις
ακτίνες-Χ. Καμία έκθεση στις ακτίνες-Χ δεν μπορεί να θεωρηθεί ακίνδυνη και συνεπώς
η χρήση της ακτινοβολίας από τους οδοντίατρους συνοδεύεται από την υπευθυνότητα
για την διασφάλιση της κατάλληλης ακτινοπροστασίας.
Ακτίνες - Χ
Οι ακτίνες-Χ είναι ένας τύπος ηλεκτρομαγνητικής
ακτινοβολίας (ΗΜ). Η ηλεκτρομαγνητική
ακτινοβολία περιλαμβάνει επίσης το ορατό φως, τα ραδιοκύματα, τα μικροκύματα,
την κοσμική ακτινοβολία και κάποιες άλλες μορφές ακτινοβολίας. Όλες οι μορφές
μπορούν να θεωρηθούν ως ‘‘πακέτα’’ ενέργειας που ονομάζονται φωτόνια, τα οποία
έχουν τις ιδιότητες των κυμάτων, με πιο σημαντικά χαρακτηριστικά το μήκος
κύματος και τη συχνότητα. Οι ακτίνες-Χ έχουν μικρό μήκος κύματος, συνεπώς υψηλή
συχνότητα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Η σημαντικότητα αυτής της ιδιότητας
είναι ότι υψηλή συχνότητα σημαίνει υψηλή ενέργεια. Όταν οι ακτίνες – Χ πέφτουν
σε άτομα, αυτή η ενέργεια μπορεί να μεταφερθεί, προκαλώντας ιονισμό των ατόμων.
Βλάβη
από ακτινοβολία
Όταν οι ασθενείς υπόκεινται σε ακτινογραφικές εξετάσεις,
εκατομμύρια φωτόνια περνούν μέσω του σώματος τους. Αυτά μπορούν να προκαλέσουν
βλάβη σε οποιοδήποτε μόριο με ιονισμό, αλλά η βλάβη στο DNA, στα χρωμοσώματα
δηλαδή,
είναι ιδιαίτερης σημασίας. Οι περισσότερες βλάβες στο DNA
επιδιορθώνονται άμεσα, αλλά σπάνια ένα τμήμα ενός χρωμοσώματος μπορεί μόνιμα να
μεταβληθεί (μετάλλαξη). Αυτό μπορεί να οδηγήσει τελικά στο σχηματισμό όγκου. Η
λανθάνουσα περίοδος μεταξύ έκθεσης στις ακτίνες – Χ και της κλινικής διάγνωσης
ενός όγκου μπορεί να είναι πολλά χρόνια. Ο κίνδυνος ενός όγκου που
δημιουργήθηκε από μια συγκεκριμένη δόση ακτίνων – Χ μπορεί να υπολογιστεί. Γι’
αυτό, η γνώση των δόσεων που λαμβάνονται από ακτινολογικές τεχνικές είναι
σημαντική.
Δόση
ακτινοβολίας
Οι όροι “δόση και έκθεση” χρησιμοποιούνται ευρέως αλλά
συχνά παρανοούνται. Οι ‘‘δόσεις’’ μπορούν να μετρηθούν για συγκεκριμένους
ιστούς ή όργανα (π.χ δέρμα, μάτια, μυελός οστών) ή για ολόκληρο το σώμα, ενώ η
‘‘έκθεση’’ συνήθως αναφέρεται σε ρυθμίσεις εξοπλισμού (χρόνος, mA, kV). Μία
ευρέως χρησιμοποιούμενη δόση στις μελέτες είναι ‘‘η δόση εισόδου’’ η οποία μετριέται
σε milligrays (mGy). Αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να μετρηθεί αρκετά
εύκολα τοποθετώντας δοσίμετρα στο δέρμα του ασθενή. Τα διαγνωστικά επίπεδα
αναφοράς (ΔΕΑ), βασισμένα σε μελέτες δόσεων εισόδου, μπορούν να θεωρηθούν ως
πρότυπα με τα οποία μπορεί να αξιολογηθεί ο ακτινογραφικός εξοπλισμός ως μέρος
της διασφάλισης της ποιότητας. Η δόση ακτινοβολίας εκφράζεται ως ενεργός δόση
(effective dose) μετρημένη σε μονάδες απορροφούμενης ενέργειας ανά μονάδα μάζας
(Joules/Kg) που ονομάζεται Sievert (πιο συχνά χρησιμοποιείται το μSv που
αντιπροσωπεύει το 1 εκατομμυριοστό του Sievert). Στη πράξη, η ενεργός δόση
υπολογίζεται για κάθε ακτινογραφική τεχνική μετρώντας την ενέργεια απορρόφησης
σ’ ένα αριθμό “οργάνων κλειδιά” στο σώμα, ούτως ώστε η τελική εικόνα να είναι
μια αναπαράσταση της συνολικής ζημιάς όλου του σώματος. Η ενεργός δόση είναι
μια ποσότητα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκτιμηθεί ο κίνδυνος
ακτινοβολίας.
Για
την βέλτιστη προστασία από τις ακτινοβολίες πρέπει να λάβουμε υπόψη τους
παρακάτω πρακτικούς κανόνες ακτινοπροστασίας:
Χρόνος
Όσο περισσότερο χρόνο βρισκόμαστε κοντά στην
πηγή ακτινοβολίας, τόσο αναλογικά μεγαλύτερη είναι η ακτινική επιβάρυνση.
Απόσταση
Όσο απομακρυνόμαστε από την πηγή ακτινοβολίας
τόσο μειώνεται η ακτινική επιβάρυνση (αντιστρόφως ανάλογη με το τετράγωνο της
απόστασης). Η έκθεση σε άτομο που βρίσκεται 2m μακριά από την πηγή είναι το ¼
της έκθεσης όταν το ίδιο άτομο βρίσκεται 1m από την ίδια πηγή.
Θωράκιση
Όσο
μεγαλύτερη είναι η θωράκιση που παρεμβάλλεται μεταξύ της πηγής και
του
εκτιθέμενου τόσο μικρότερη είναι και η έκθεση. Το είδος θωράκισης που
απαιτείται εξαρτάται από το είδος της ακτινοβολίας αλλά και από την ενέργειά
της. Η απαιτούμενη θωράκιση είναι αμελητέα για τα σωμάτια α, ένα λεπτό φύλλο
αλουμινίου είναι αρκετό για την ακτινοβολία β, ενώ για την ακτινοβολία γ ή –x
απαιτούνται σημαντικά μεγαλύτερες θωρακίσεις. Τα πιο κοινά υλικά θωράκισης
είναι ο μόλυβδος, το μπετό και ο σίδηρος.
Οι
κίνδυνοι
Υπό τον όρο των στοχαστικών βλαβών, η συνολική βλάβη από
την ακτινοβολία περιλαμβάνει:
• τον κίνδυνο δημιουργίας θανατηφόρου καρκίνου που μπορεί
να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο της ζωής,
• μη-θανατηφόρους καρκίνους και
• κληρονομικές επιδράσεις.
Η πιθανότητα των στοχαστικών βλαβών εξαιτίας της ακτινοβολίας
για το σύνολο του πληθυσμού είναι 7.3x10-2 Sv-1. Ο παρακάτω πίνακας (πίνακας
2.1) δίνει την ανάλυση αυτών των συνολικών επιδράσεων για τις επιμέρους
βλάβες. Οι κληρονομικές επιδράσεις πιστεύεται ότι είναι αμελητέες στην
οδοντιατρική ακτινογραφία.
Ο κίνδυνος εξαρτάται από την ηλικία, είναι υψηλότερος για
τα νεαρά άτομα και ελάχιστος για τους ηλικιωμένους. Εδώ οι κίνδυνοι δίνονται
για τον ενήλικα ασθενή στην ηλικία των 30 ετών. Αυτές οι τιμές πρέπει να
τροποποιηθούν χρησιμοποιώντας τους πολλαπλασιαστικούς παράγοντες που δίνονται
στον παρακάτω πίνακα (πίνακας 2.2). Αυτοί αντιπροσωπεύουν τους μέσους
όρους για τα δύο φύλα. Σε όλες τις ηλικίες οι κίνδυνοι για τις γυναίκες είναι
ελαφρώς υψηλότεροι και εκείνοι για τους άνδρες ελαφρώς χαμηλότεροι.
Μεταξύ των πολλαπλών κινδύνων στους οποίους είμαστε
επιρρεπείς, είμαστε σταθερά εκτεθειμένοι σε φυσιολογική ακτινοβολία
περιβάλλοντος, η οποία κυμαίνεται κατά μέσο όρο περίπου σε 2400 μSv κάθε χρόνο
(κατά μέσο όρο παγκόσμιες τιμές). Οι ιατρικές εκθέσεις (συμπεριλαμβανομένου των
οδοντιατρικών) προσθέτουν ουσιαστικά σ’ αυτή την τιμή, με ευρεία διακύμανση από
χώρα σε χώρα. Έχοντας αυτό υπόψη, μία πανοραμική ακτινογραφία μπορεί να συσχετιστεί
με μία ενεργό δόση παρόμοια με 1-5 μέρες επιπρόσθετης ακτινοβολίας
περιβάλλοντος, ενώ δύο οπισθομυλικές ακτινογραφίες θα ήταν ισοδύναμες με μία
ημέρα περίπου. Για συγκριτικούς σκοπούς, μία ακτινογραφία θώρακος (20μSv) θα
ήταν ισοδύναμη με περίπου τρεις ημέρες επιπρόσθετης ακτινοβολίας περιβάλλοντος.
Συγκρίσεις μπορούν να γίνουν μεταξύ δόσεων ακτινοβολίας στην οδοντιατρική
ακτινογραφία συσχετιζόμενη με αυξημένη έκθεση στη κοσμική ακτινοβολία (μία
επιπρόσθετα υψηλή μορφή ενέργειας της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας). Για παράδειγμα,
μία μακράς διάρκειας πτήση από τις Βρυξέλλες στη Σιγκαπούρη υπολογίζεται ότι
οδηγεί σε μια επιπρόσθετη ενεργό δόση των 30 μSv, ενώ μια σύντομη πτήση από τις
Βρυξέλλες στην Αθήνα εμπίπτει σε μια υπολογιζόμενη δόση των 10 μSv περίπου. Οι
δόσεις και οι κίνδυνοι από την οδοντιατρική ακτινογραφία είναι ελάχιστοι, συγκρινόμενοι
στις περισσότερες περιπτώσεις (με εξαίρεση την αξονική υπολογιστική τομογραφία
και τις πολλαπλές εγκάρσιες τομογραφίες) με έκθεση σε λίγες μέρες φυσικής ακτινοβολίας
περιβάλλοντος.
Εξατομικευμένες
δόσεις στη βασική οδοντιατρική ακτινογραφία (ενδοστοματικές, πανοραμικές και
κεφαλομετρικές) είναι χαμηλές και ισοδύναμες με εκείνες που σχετίζονται με
λίγες μέρες έκθεσης σε ακτινοβολία περιβάλλοντος.
Εξατομικευμένες δόσεις από πιο πολύπλοκες
ακτινογραφικές τεχνικές (CT scans και πολλαπλές τομές εγκάρσιας τομογραφίας)
μπορεί να είναι σημαντικά υψηλότερες.
Η Αμερικάνικη Ακαδημία
Παιδοοδοντιάτρων προτείνει τον παρακάτω σχεδιασμό για την παραγγελία ή
αναγκαιότητα των οδοντιατρικών ακτινογραφιών στα παιδιά ο οποίος είναι
ανανεωμένος από το 2009.
Στο άρθρο που συνοδεύει τις οδηγίες για τους
επαγγελματίες επισημαίνεται πως κάθε ασθενής είναι μοναδικός γι’ αυτό ο θεράπων
οδοντίατρος πρέπει να σχεδιάσει εξατομικευμένα το σχέδιο θεραπείας του και να
τον προστατεύσει από την ακτινοβολία με κάθε δυνατό μέσο ( κολλάρο θυρεοειδούς,
ακτινολογική ποδιά ). Ακόμα αναφέρουν ότι στα χέρια των οδοντιάτρων υπάρχουν
πλέον και τρισδιάστατης απεικόνισης ακτινογραφίες ( Cone Beam) για τις οποίες δεν
υπάρχουν στοιχειοθετημένες, ξεκάθαρες οδηγίες για παιδοοδοντιάτρους αλλά
προσφέρουν σπουδαίο διαγνωστικό αποτέλεσμα σε δύσκολα κλινικά βήματα όπως η
αντιμετώπιση μιας σχιστίας , εξαγωγή
εγλειστων υπεράριθμων δοντιών κα. Για την εντόπιση τερηδονικών βλαβών
εξακολουθούν να υπερέχουν οι ενδοστοματικές ακτινογραφίες
Η αντίστοιχη Ευρωπαική Ακαδημία Παιδοοδοντιάτρων έχει διατυπώσει αντίστοιχες οδηγίες για τις
ακτινογραφίες, έχουν όμως να ανανεωθούν από το 2003. οι συγγραφείς του άρθρου
είναι οι:
I. ESPELID*,
I. MEJÀRE**, K. WEERHEIJM***
Πιο συγκεκριμένα οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους
χρειάζονται οι ακτινογραφίες είναι οι εξής:
1. εντόπιση της τερηδόνας
2. τραύμα
3. ανωμαλίες στην ανάπτυξη του δοντιού.
4. εξέταση άλλης νόσου εκτός τερηδόνας
Πότε πρέπει να γίνεται πρώτη φορά ακτινογραφία?
Για να παρθεί αυτή η απόφαση πρέπει να συνυπολογιστούν
και άλλοι παράγοντες όπως:
1.Δημογραφικά στοιχεία σχετικά με την τερηδόνα στον
συγκεκριμένο πληθυσμό
2.στοματική υγιεινή και δίαιτα
3.εκθεση στο φθόριο
4.κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο
Ορισμένα βοηθητικά στοιχεία από επιδημιολογικές μελέτες
για να αφουγκραστούμε τις ανάγκες των ασθενών( προέρχονται αρκετά από μελέτες
της I. MEJÀRE) είναι τα
εξής:
Σε μελέτη που έγινε σε 5 χρονα στην Σουηδία και Νορβηγία το 1/5 των όμορων βλαβών
δεν αναγνωριζόταν κλινικά
Σε μελέτη στη Σουηδία στα παιδιά 6-12 ετών το 15-20% είχε
αποκτήσει τερηδόνα σε τουλάχιστον ένα γομφίο μέχρι την οδοντίνη.
Στη νεαρή μόνιμη οδοντοφυΐα ακτινογραφίες λαμβάνονται σε
ηλικία 12-14 μετά 2 χρόνια της ανατολής προγομφίων και 2ων γομφίων.
Ακολουθία ακτινογραφιών
Σχετικά με την επόμενη φορά λήψης ακτινογραφίας οι
ενεργοί ασθενείς χωρίζονται σε χαμηλού κινδύνου και υψηλού
ΧΑΜΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
|
Πότε?
|
ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
|
Πότε?
|
Χωρίς τερηδόνική αλλοίωση όμορα
|
2-3 χρόνια
|
Με τερηδονική αλλοίωση αδαμαντίνη οδοντίνη
Π.χ.
6-12:
1ος μόνιμος γομφίος μισό πάχος αδαμαντίνης
12-13:
Τουλάχιστον μία αλλοίωση σε βάθος οδοντίνης ή 3
αδαμαντίνη
|
Κάθε χρόνο
|
Εντυπωσιακός είναι ο ρυθμός
καταστροφής που προκαλεί η νόσος τερηδόνα
Ο ρυθμός αποδόμησης του 2ου
μισού της αδαμαντίνης είναι γρηγορότερος στις ηλικίες 6-12
Περίπου 20% επέκταση στην
οδοντίνη παρουσιάζει σε ένα χρόνο. [Mejàre and Stenlund,
2000].
Ο κίνδυνος ανάπτυξης όμορων βλαβών αυξάνεται αν υπάρχουν
ήδη όμορες βλάβες σε ηλικία 11-13[Gröndahl et al., 1984; Lith and Gröndahl, 1992; Mattiasson
Robertson and Twetman, 1993; Mejàre et al., 1999; Gustafsson
et )Ο ρυθμός
προσβολής της οδοντίνης είναι σαφώς γρηγορότερος από ότι στην αδαμαντίνη[Mejàre et al., 1999], 10% διεισδύει
στην οδοντίνη κάθε χρόνο.
Από την μελέτη [Qvist et al., 1992] εξάγεται το
συμπέρασμα πως μια επιφάνεια δίπλα σε ένα αποκαταστημένο δόντι έχει 4 φορές
μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν τερηδόνα από το απέναντι αντίστοιχο που δεν
συνορεύει με αποκατάσταση.
Οι μασητικές επιφάνειες εξακολουθούν να είναι
πιο «ευαίσθητες» στην τερηδόνα. Επιπλέον το φαινόμενο των «hidden caries» δηλαδή
τερηδονισμένη οδοντίνη κάτω από κλινικά υγιή ( φαινομενικά ) αδαμαντίνη, υπογραμμίζεται
από τους συγγραφείς ως σημερινό πρόβλημα. Παρ’ όλα αυτά δεν συνιστά ξεχωριστό
λόγο λήψης ακτινογραφίας δήξεως, απλά ενδελεχή έλεγχο στις ήδη υπάρχουσες. [Creanor et al., 1990; Hintze and Wenzel, 1994; Veerheijm et al., 1997].
Evidence-based guidelines?
Οι συγγραφείς του άρθρου έψαξαν την βιβλιογραφία σε βάθος
προκειμένου να καταλήξουν σε Evidence-based guidelines. Το National
Institute of Health to 2001 σε συνέδριο μελέτησε 1407 διαγνωστικές μελέτες στο
μόνο ασφαλές συμπέρασμα που κατέληξαν ήταν «μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος
τρόπος ανίχνευσης της τερηδόνας με υψηλή ακρίβεια , οι οδοντιατρικές
ακτινογραφίες παραμένουν οι πιο «πειστικές» και cost effective μέθοδος .»
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου